τρικλινιάρχης

τρικλινιάρχης
ὁ, Α
1. δούλος που επιστατούσε σε τρίκλινο
2. τίτλος αυτοκρατορικού αξιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρικλίνιον «αίθουσα δείπνου, συμπόσιο» + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”